συγκολλητής

συγκολλητής
ο паяльщик, спайщик; сварщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συγκολλητής" в других словарях:

  • συγκολλητής — one who glues together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκολλητής — ο αυτός που κάνει τη συγκόλληση: Εργάζεται ως συγκολλητής σ ένα μηχανουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκολλητής — ο, ΝΑ [συγκολλῶ] νεοελλ. μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις αρχ. μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • κολλητής — ο συγκολλητής, αυτός που συγκολλάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»